- βρίκι
- τοβλ. μπρίκι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπρίκι — το 1. (λ. τουρκ.), μετάλλινο σκεύος με λαβή για το βράσιμο του καφέ. 2. (λ. αγγλ.), μεγάλο πολεμικό ιστιοφόρο πλοίο, το βρίκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)